αποκρουστήρας

αποκρουστήρας
[-ήρ (-ήρος)] ο ж.-д. буфер

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποκρουστήρας" в других словарях:

  • ταμπόν — το άκλ., και ταμπόνι, το ιού (λ. γαλλ.) 1. τάπα, στούπωμα. 2. συσκευή με απορροφητικό χαρτί, στυπόχαρτο, που ξεραίνει τη νωπή μελάνη. 3. κουτί με ύφασμα ποτισμένο με ειδική μελάνη, για να μελανώνουμε τη σφραγίδα. 4. συγκρουστήρας βαγονιού,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»